καραφλός

καραφλός
-η, -ό
φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλακρός με αντιμετάθεση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καραφλός — ή, ό φαλακρός, αυτός που του έχουν πέσει τα μαλλιά: Τι τη θέλεις την τσατσάρα, αφού είσαι καραφλός; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βολίμι — το μολύβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολύβι, με αντιμετάθεση των συμφωνικών φθόγγων μ, β (πρβλ. και φαλακρός > καραφλός)] …   Dictionary of Greek

  • γλόμπος — ο (λ. ιταλ.) 1. γυάλινο περίβλημα, συνήθως σφαιρικό, λάμπας φωτισμού. 2. ο καραφλός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπέρθεση — η 1. υπερημερία (βλ. λ.). 2. (γραμμ.), υπερθετικός βαθμός, η επίταση: Η υπέρθεση του «λαμπρός» είναι «πάρα πολύ λαμπρός». 3. η μετάθεση φθόγγων σε λέξη (καραφλός αντί φαρακλός, αλυχτώ αντί υλαχτώ). 4. υπερβατό (βλ. λ. υπερβατός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαλακρός — φαλακρός, ή, ό και φαρακλός, ή, ό και καραφλός, ή, ό 1. αυτός που έχει φαλάκρα (βλ. λ.). 2. μτφ. (για εδαφικές εκτάσεις), άδεντρος, αποψιλωμένος, ο στερημένος από βλάστηση: Το ύψωμα είναι φαλακρό και οι στρατιώτες φαίνονται από τα αεροπλάνα. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”